Φίλοι καλωσορίσατε




Καλωσήρθατε στο blog
Ιστορία Κατεύθυνσης, μια σελίδα όπου επιχειρώ να καταχωρίζω οργανωμένα το υλικό που χρησιμοποιώ διδάσκοντας το μάθημα της Ιστορίας (Θεωρητικής κατεύθυνσης/ Προσανατολισμού) στην Τρίτη Τάξη του Λυκείου.

"Βήματα" στην ιστορία της Θεσσαλονίκης

Από την ELL NEWS το κείμενο της ιστορικού (και καλής φίλης) Μαρίας Πάλλα

Η Θεσσαλονίκη  ιδρύθηκε το 316/315 π.Χ. στο βασίλειο της Μακεδονίας, όταν ο στρατηγός Κάσσανδρος, για να διεκδικήσει τον θρόνο, παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκη, προς τιμήν της οποίας ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες που βρίσκονταν γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο, στον βορρά της ελληνικής χερσονήσου.
Γράφει η Μαρία Πάλλα*
Τον 2ο π.Χ. αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους μαζί με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και αποτέλεσε έδρα της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας. Ήταν μια από τις υποψήφιες πόλεις που είχαν προταθεί ως αντικαταστάτριες της Ρώμης, για να επιλεγεί τελικά το Βυζάντιο προς τα ανατολικά ως πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο.
Το 904 μ.Χ. η πόλη κατακτήθηκε από τους Σαρακηνούς.
Το 1185 οι Νορμανδοί την πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα και την κατέλαβαν.
Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους στα 1204 και την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η πόλη παραδόθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό (Bonifacede Montférrat), ο οποίος ίδρυσε το  βραχύβιο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (Royaume de Thessalonique).
Από το 1224 έως το 1246, την πόλη διεκδικούν οι ηγεμόνες των δύο βυζαντινών κρατών που δημιουργήθηκαν μετά την άλωση του 1204, ο Δεσπότης της  Ηπείρου και ο Αυτοκράτορας της Νικαίας, ο οποίος τελικά την κυρίευσε.
Στον επόμενο αιώνα, σε εμφύλιο πόλεμο για την κυριαρχία στον βυζαντινό θρόνο, χιλιάδες πρόσφυγες έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Η διογκούμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων έναντι των ευγενών οδήγησε στην στάση των Ζηλωτών το 1342, ένα λαϊκό θρησκευτικό κίνημα που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην πόλη. Οι Ζηλωτές καταλαμβάνουν την εξουσία και ανακηρύσσουν την «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης», απαιτώντας την αυτονομία της και το δικαίωμα άσκησης ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Η εξέγερση απλώθηκε σε πολλές πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης και είχε έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Αυτή η πρόωρη κίνηση προλεταριακής διεκδίκησης κυριάρχησε στην Θεσσαλονίκη μέχρι και το 1349, όταν η αντεπανάσταση, οργανωμένη από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, ανέτρεψε τους Ζηλωτές και επανέφερε την πόλη στην αυτοκρατορική «νομιμοφροσύνη», οπότε οι αυτοκρατορικές δυνάμεις κατέστρεψαν την πόλη και την ευρύτερη περιοχή της.
 Το επαναστατικό κίνημα των Ζηλωτών εμφανίστηκε – και ως έναν βαθμό ήταν – μια πρωτότυπη δημοκρατική νησίδα στον μεσαιωνικό κόσμο, που στόχευε στην αλλαγή του κοινωνικού συστήματος του Βυζαντίου. Οι Ζηλωτές στην «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης», κατ’ άλλους «Λαϊκή Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης» ή «Κομμούνα της Θεσσαλονίκης», προχώρησαν στη συγκρότηση επαναστατικής επιτροπής και σε αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης, του στρατού και της εκκλησίας, αφού κατήργησαν το παλιό νομικό σύστημα και δημιούργησαν νέους διοικητικούς θεσμούς·
πήραν μέτρα για την πνευματική ελευθερία, την ελευθερία του λόγου και την ανεξιθρησκία, καθιέρωσαν καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας, απελευθέρωσαν τους δουλοπάροικους και έδωσαν ίσα δικαιώματα στους ξένους, κατήργησαν όλα τα προνόμια, το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας και δήμευσαν τις περιουσίες και τον πλούτο των ευγενών, καθιέρωσαν την άμεση εκλογή των αξιωματούχων από τον λαό, δημοτικοποίησαν τον πλούτο της εκκλησίας και των μοναστηριών και διαχώρισαν την εκκλησία από το κράτος· τελικά δημιούργησαν ένα πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής καθεστώς που προέβλεπε την άμεση, διαρκή και ενεργητική λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης, κατά τα πρότυπα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Την δεκαετία 1420-1430, αποτελεί κτήση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας.
Η πόλη κατακτάται από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1430.
Με την εκδίωξη των Εβραίων από την Ιβηρική Χερσόνησο και τη Βόρεια Ευρώπη, η Θεσσαλονίκη διευρύνει την εβραϊκή κοινότητά της. Η εγκατάσταση χιλιάδων Εβραίων ανέδειξε την πόλη ως μεγάλη εβραϊκή μητρόπολη, μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 20ού αιώνα. 
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πόλη υπήρξε το κοσμοπολίτικο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη και ο σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων που συνάντησε στην μακρόχρονη ιστορία της.
Παράλληλα με τα εθνικιστικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής, αναπτυσσόταν και το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα με στελέχη από τη στρατιωτική και πνευματική ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε κέντρο του τη Θεσσαλονίκη. Στόχοι αυτής της κίνησης ήταν ο εκδημοκρατισμός, ο εκσυγχρονισμός και ο μετασχηματισμός σε ευρωπαϊκού τύπου συνταγματική μοναρχία της μειούμενης εδαφικά αυτοκρατορίας· πολιτικό εφαλτήριό της η "Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο", της οποίας η δράση εκκίνησε το 1896. Στις τάξεις της περιελάμβανε προοδευτικές προσωπικότητες από τις κυρίαρχες μακεδονικές εθνότητες με πρωτοστατούσα την τουρκική. Τα μέλη αυτής της επιτροπής έγιναν γνωστά ως Νεότουρκοι. Με μία εντυπωσιακή στρατιωτική κίνηση, το τρίτο σώμα του οθωμανικού στρατού ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση την έδρα του Οίκου των Οσμανλιδών, την Κωνσταντινούπολη, όπου κορυφώθηκε η Επανάσταση των Νεοτούρκων, με αποτέλεσμα την παραχώρηση Συντάγματος τον Ιούλιο του 1908.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρξε το διαφιλονικούμενο «λάφυρο» μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στους βαλκανικούς πολέμους. Το ελληνικό στράτευμα έφτασε στην πόλη τον Οκτώβριο του 1912 και η οθωμανική διοίκηση την παρέδωσε στον ελληνικό στρατό. 
Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα που η πόλη ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος, ο πληθυσμός της παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές με τις μετακινήσεις πληθυσμών που λαμβάνουν χώρα σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, δυνάμεις της Αντάντ αποβιβάστηκαν στην Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1915, για να εκβιάσουν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Δημιουργήθηκε το Βαλκανικό Μέτωπο από δεκάδες χιλιάδες άνδρες. Ο Εθνικός Διχασμός, όπως ονομάστηκε η διαμάχη (1916) ανάμεσα στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο για την έξοδο της χώρας στον πόλεμο, οδήγησαν στον σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης από τον Βενιζέλο με έδρα τη Θεσσαλονίκη, μέσω της οποίας η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, οδηγώντας παράλληλα στην εκδίωξη του βασιλιά.
Η πυρκαγιά το 1917 ήταν η χειρότερη καταστροφή που υπέστη η πόλη. Κατέστρεψε ολοσχερώς κτήρια σπάνιας αρχιτεκτονικής αξίας στο κέντρο της πόλης, καταστήματα, εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές, και κυρίως χιλιάδες σπίτια αφήνοντας άστεγους 72.000 κατοίκους. Προκάλεσε μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στην πόλη που είχε ήδη επιβαρυνθεί από την συγκέντρωση προσφύγων που προέρχονταν από τις κοντινές εμπόλεμες ζώνες και την υπό Βουλγαρική διοίκηση Θράκη. Στη θέση των κτηρίων αυτών οικοδομήθηκε η νέα πόλη, με βάση σχέδιο που εκπόνησε ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική εξέλιξη μετά την πυρκαγιά του 1917 ανταποκρινόταν ως έναν βαθμό στις προσπάθειες των αρχών να αυξήσουν τα νεοκλασικά ως επί το πλείστον στοιχεία στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης.
Μετά τον Μικρασιατικό Πόλεμο των ετών 1919-1922, στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών που συμφωνήθηκε με την Συνθήκη της Λωζάννης, εγκαταστάθηκαν στην πόλη πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η εισροή των προσφύγων επέβαλε την ίδρυση νέων, αποκλειστικά προσφυγικών συνοικιών και οικισμών, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης συμπεριλήφθηκε στους "ανταλλάξιμους", που υποχρεώθηκαν κι αυτοί να πάνε πρόσφυγες στην Τουρκία. Οι υποχρεωτικές ανταλλαγές συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής κατάστασης της πόλης με την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. 
Στο μεσοπόλεμο διάστημα οι κοινωνικές ζυμώσεις που προκλήθηκαν από την ανάμιξη μεγάλου αριθμού προσφύγων από τη μια, και Εβραίων και χριστιανών εργατών από τη άλλη, έδωσαν μεγάλη δυναμική στα εργατικά κινήματα, που ήδη ήταν ανεπτυγμένα στην πόλη. Ήδη από το 1908 είχε ιδρυθεί από τον Αβραάμ Μπεναρόγια η εργατικο-σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, στη Θεσσαλονίκη ήταν συνεχείς οι διαδηλώσεις και οι απεργίες. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και κάποιες εθνικιστικές οργανώσεις εναντίον της πολυπληθούς παρουσίας των Εβραίων εργατών, με κυριότερο επεισόδιο τον εμπρησμό του Κάμπελ, μιας εβραϊκής φτωχογειτονιάς της Θεσσαλονίκης.
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα. Είχε προηγηθεί ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41. Οι Εβραίοι περιορίστηκαν σε γκέτο και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν και μοιράστηκαν μεταξύ Γερμανών αξιωματικών και εντοπίων συνεργατών τους. Ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης οδηγήθηκε στα στρατόπεδα και περίπου 46.000 Εβραίοι Θεσσαλονικείς εξοντώθηκαν εκεί. 
Η απελευθέρωση της πόλης επήλθε στις 27 Οκτωβρίου του 1944.
Προς το τέλος του πολέμου, οι αντιστασιακές οργανώσεις επεδίωξαν να διαμορφώσουν το πολιτικό μέλλον της χώρας. Ο ανταγωνισμός τους λειτουργούσε παράλληλα – και σύμφωνα με την πολιτική και τις ενέργειες των νικητριών δυνάμεων– και έτσι σχηματίσθηκαν τα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου πολέμου 1946-1949.
Το θέατρο του πολέμου ήταν κυρίως η Βόρεια Ελλάδα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος αποφάσισε τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους στη Βόρεια Ελλάδα με κομμουνιστική κυβέρνηση. 
Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1948,  δύναμη Ανταρτών έφτασε σε απόσταση 8 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Τοποθέτησαν ένα πυροβόλο και πραγματοποίησαν ρίψεις οβίδων προς την πόλη. 
Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, που είχε φτάσει στην πόλη με σκοπό να προωθηθεί στη Δυτική Μακεδονία για να πάρει συνέντευξη από τον ηγέτη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (των κομμουνιστών). Καταδικάσθηκαν άτομα άσχετα με την δολοφονία και οι αρχές έκλεισαν την υπόθεση χωρίς να αποκαλυφθούν οι πραγματικοί δράστες· και οι δύο πλευρές των εμπολέμων αλληλοκατηγορούντο ως έχουσες την ευθύνη της δολοφονίας.
Τον Μάιο του 1963 ο βουλευτής της αριστεράς Γρηγόρης Λαμπράκης, μετά από ομιλία του σε εκδήλωση που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη η «Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη», δέχθηκε δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς με την πλήρη κάλυψη της αστυνομίας. Τριάμισι χρόνια μετά τη δολοφονία, το1966, για χρονικό διάστημα σχεδόν τριών μηνών διεξήχθη η δίκη στο κακουργιοδικείο της Θεσσαλονίκης. 31 κατηγορήθηκαν, ανάμεσά τους6 αξιωματικοί της χωροφυλακής, που παραπέμφθηκαν με την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος. Παρά την εισήγηση του εισαγγελέα για την ενοχή των 18 από τους 31 (μεταξύ των οποίων ζήτησε την ενοχή τριών από τους έξι αξιωματικούς), τελικά καταδικάστηκαν μόνο οι 9. Ανάμεσα στους καταδικασθέντες δεν υπήρξε κανένας αξιωματικός, καθώς όλοι αθωώθηκαν από τους ενόρκους παμψηφεί.
Με την επιβολή της δικτατορίας (military junta – Regime of the colonels) το 1967, κάθε κοινωνική-πολιτική-πολιτιστική κίνηση στην πόλη παρέλυσε και κάθε αντιστασιακή προσπάθεια εξαρθρώθηκε από την Ασφάλεια, που πραγματοποίησε πολλές συλλήψεις και γέμισαν οι φυλακές του Επταπυργίου. Το Πανεπιστήμιο βρέθηκε σε ασφυκτικό κλοιό από τις πανταχού παρούσες δυνάμεις ασφαλείας. Τις μέρες που στο Πολυτεχνείο της Αθήνας κορυφώθηκε η λαϊκή αγανάκτηση με την εξέγερση των φοιτητών και την καταστολή από τις δυνάμεις της δικτατορίας, επιχειρήθηκε ανάλογη αγωνιστική προσπάθεια και στην Πολυτεχνική Σχολή της Θεσσαλονίκης, την οποία κατέστειλαν γρήγορα οι δυνάμεις Ασφαλείας της πόλης.
Το 1978 μεγάλος σεισμός τάραξε συθέμελα τη Θεσσαλονίκη, προκάλεσε 49 θανάτους, πολλούς τραυματισμούς και υλικές ζημιές μεγάλης έκτασης.
Με την ανάληψη της εξουσίας από τους σοσιαλιστές το 1981, ο αποκαλούμενος δημόσια από το 1949 «Συμμοριτοπόλεμος» ονομάστηκε «Εμφύλιος Πόλεμος» και αναγνωρίσθηκε επισήμως η Εθνική Αντίσταση.
Στο γύρισμα του αιώνα, η πόλη γιόρτασε τα 2300 χρόνια της ιστορίας της.
*Η Μαρία Πάλλα είναι ιστορικός και συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος «Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα», όπου εξιστορεί τα δρώμενα και τις εξελίξεις στην πόλη της  Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα μέσα από τους βίους τεσσάρων γενεών κατοίκων της.
 Πηγή: 

ELL NEWS